κακοβουλεύομαι

κακοβουλεύομαι
κᾰκοβουλ-εύομαι, [voice] Pass.,
A to be ill-advised,

ψυχὴ κακοβουλευθεῖσα E. Ion877

(anap.); but the form is incorrect and corrupt.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κακοβουλεύομαι — (AM) [κακόβουλος] μσν. σκέπτομαι άσχημα για κάποιον, επιβουλεύομαι αρχ. συμβουλεύομαι κακώς, μού δίνουν άσχημες συμβουλές …   Dictionary of Greek

  • κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”